accouplement - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

accouplement - translation to Αγγλικά


accouplement         
n. coupling, mating
accouple      
n. leash, restraint, something which curbs or controls; strap or chain used to restrain a dog or other animal
accoupler      
yoke; couple, mate; engage in sexual intercourse, bring together for breeding

Ορισμός

Accouplement
·noun That which couples, as a tie or brace.
II. Accouplement ·noun The act of coupling, or the state of being coupled; union.

Βικιπαίδεια

Accouplement
Accouplement peut désigner :
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για accouplement
1. Mais la gen';se de Mira et MissyToo est bien plus palpitante qu‘un banal accouplement bâtard: elles sont nées dans une éprouvette et sont des clones de Missy, leur m';re.
2. Il n‘y a gu';re, un hebdomadaire anglais a rapporté une anecdote exemplaire: dans le compartiment passablement rempli d‘un train, deux amoureux qui s‘embrassaient avec passion depuis un bon moment en vinrent finalement ŕ exécuter un accouplement complet sous l‘śil impassible des autres passagers.